κατηγόρουν

κατηγόρουν
κατηγορέω
speak against
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατηγοροῦν — κατηγορέω speak against pres part act masc voc sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres part act masc voc sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δονατισμός — Χριστιανική κίνηση που αναπτύχθηκε στις αρχές του 4ου αι. στην Αφρική, μετά τον μεγάλο διωγμό των χριστιανών την εποχή του Διοκλητιανού. Δημιουργήθηκε για να εναντιωθεί στην υποχωρητική στάση απέναντι στις πολιτικές αρχές, την οποία συνιστούσε ο… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • πανέγκλητος — ον, Α (για τον Άρειο) αυτός που όλοι τόν κατηγορούν, που από όλους δέχεται κατηγορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έγκλητος (< ἐγκαλῶ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»), πρβλ. αν έγκλητος] …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αποκολοκύνθωσις — Σάτιρα με στόχο τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο, που αποδίδεται στον Σενέκα. Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, ο φιλόσοφος Σενέκας έγραψε μια αποκολοκύνθωση (αντίθετο του αποθέωση)για τον αυτοκράτορα Κλαύδιο μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτυρες του Ιεχωβά — (Jehovah’s Witnesses). Αμερικανική προτεσταντική αίρεση. Ιδρύθηκε το 1872 στο Πίτσμπουργκ από τον κληρικό Τσαρλς Τέιζ Ράσελ. Πριν αποκτήσουν τη σημερινή τους ονομασία (έως το 1931) τα μέλη της ονομάζονταν ρωσελίτες, χιλιαστές ή σπουδαστές της… …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”